- πρωτοαττικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιότατη περίοδο τής ιστορίας και τού πολιτισμού τής Αττικής2. φρ. «πρωτοαττικά αγγεία»αρχαιολ. αττικά αγγεία τού πρώιμου 6ου π. Χ. αιώνα, τα οποία εμφανίστηκαν πριν από τον μελανόμορφο ρυθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + αττικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Β. Στάη].
Dictionary of Greek. 2013.